καρβαζόλιο

καρβαζόλιο
Ετεροκυκλική ένωση του τύπου (C6H4)2NH, η οποία συνοδεύει το ανθρακένιο στο ακάθαρτο προϊόν που λαμβάνεται από τη λιθανθρακόπισσα. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες, με σημείο τήξης 245-247°C και σημείο βρασμού 354-355°C. Έχει ασθενείς βασικές ιδιότητες και, επειδή περιέχει την ομάδα -ΝΗ, εμφανίζει παρόμοια συμπεριφορά με το πυρρόλιο. Αποτελεί παράγωγο της ορθο-διφαινυλοαμίνης και χρωματίζεται πράσινο από τα νιτρικά άλατα, παρουσία θειικού οξέος. Αν γίνει σύντηξη του κ. με οξαλικό οξύ λαμβάνεται το κυανό του κ. To κ. χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χρωμάτων, εντομοκτόνων και φαρμάκων. Είναι επίσης γνωστό με τις ονομασίες διβενζοπυρρόλιο ή διφαινυλαμίνη.
* * *
το
χημ. ετεροκυκλική χημική ένωση, άχρωμο κρυσταλλικό στερεό σώμα που περιέχεται σε κλάσματα τής λιθανθρακόπισσας και χρησιμεύει ως πρώτη ύλη για την παρασκευή κυανής χρωστικής ύλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carbazole < carb- (πρβλ. λατ. carbo «άνθραξ») + -az- (πρβλ. άζωτο) + -ole (κατάλ. που χρησιμοποιείται στη χημική ορολογία κατ' αποκοπήν από το λατ. oleum «έλαιο» και συνήθως δηλώνει την απουσία ρίζας υδροξυλίο -ΟΗ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”